βυζαντιακός
Смотреть что такое "βυζαντιακός" в других словарях:
βυζαντιακός — ή, ό (Α βυζαντιακός, ή, όν) [Βυζάντιον] αυτός που ανήκει στο Βυζάντιο … Dictionary of Greek
βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… … Dictionary of Greek